Κουλούρια

Κουλούρια
Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 50 κάτ.) στην πρώην επαρχία Τριχωνίδος του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο ανατολικό τμήμα του νομού, Α της λίμνης Τριχωνίδας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θέρμου.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • κάλαντα — Εθιμικά τραγούδια, τα οποία τραγουδούν ομάδες παιδιών ή σπανιότερα ενηλίκων, κυρίως την παραμονή των μεγάλων γιορτών του Δωδεκαημέρου (Χριστούγεννα, Πρωτοχρονιά, Φώτα). Τα κ. εξιστορούν, μυθοποιημένα, τα περιστατικά των αντίστοιχων ημερών, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κολλικοφάγος — κολλικοφάγος, ον (Α) αυτός που τρώγει κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. < κόλλιξ, ικος + φάγος (< θ. φαγ , πρβλ. ἔ φαγ ον τού ἐσθίω), πρβλ. σαρκο φάγος, χορτο φάγος] …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουράς — ο [κουλ(λ)ούρι] αυτός που παρασκευάζει ή πουλάει κουλούρια …   Dictionary of Greek

  • κουλ(λ)ουροπώλης — ο αυτός που πουλά κουλούρια, κουλουράς …   Dictionary of Greek

  • λαζαράκια — τα [Λάζαρος] κουλούρια πασπαλισμένα με καρύδια που φτειάχνονται το Σάββατο τού Λαζάρου …   Dictionary of Greek

  • σιμίτι — και σημίτι, το, Ν είδος μικρού μαλακού στρογγυλού πεπλατυσμένου και εύγευστου ψωμιού που πωλείται μαζί με τα κουλούρια. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. τουρκ. simit < αραβ. samid < σεμίδαλις «σιμιγδάλι»] …   Dictionary of Greek

  • ταμπλάς — (I) και ταβλάς, ο, Ν 1. ξύλινος δίσκος πάνω στον οποίο τοποθετούν οι πλανόδιοι πωλητές το εμπόρευμά τους («τού έπεσε ο ταμπλάς με τα κουλούρια») 2. ο δίσκος, το τάσι τής ζυγαριάς 3. τετράγωνη σανίδα θύρας, θυροφυλλου ή επίπλου τοποθετημένη μέσα… …   Dictionary of Greek

  • τουρκιά — Χώρα της εγγύς Ανατολής. Το ευρωπαϊκό τμήμα της συνορεύει με την Ελλάδα και τη Βουλγαρία και βρέχεται από το Αιγαίο Πέλαγος, τον Εύξεινο Πόντο και την Προποντίδα. Το ασιατικό τμήμα της συνορεύει με την Αρμενία, το Αζερμπαϊτζάν, τη Γεωργία, το… …   Dictionary of Greek

  • φουρνιά — η, Ν 1. η ποσότητα που χωράει ο φούρνος για ψήσιμο (α. «μια φουρνιά ψωμί» β. «μια φουρνιά κουλούρια») 2. μτφ. αριθμός, σύνολο, σειρά προσώπων ή πραγμάτων (α. «η νέα φουρνιά νεοσύλλεκτων» β. «κι άλλη φουρνιά μεταναστών») 3. φρ. «φουρνιές,… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Λαϊκός πολιτισμός — ΣΥΓΧΡΟΝΟΣ ΛΑΪΚΟΣ ΠΟΛΙΤΙΣΜΟΣ Λαϊκός πολιτισμός είναι το σύνολο των εκδηλώσεων του βίου του λαού –υλικού και πνευματικού– οι οποίες έχουν χαρακτήρα ομαδικό και τελούνταν κατά παράδοση από τον αγροτικό πληθυσμό και τα κατώτερα κοινωνικά στρώματα των …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”